Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


insaponatrice
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [insaponaˈtriʧe]

μηχανή παραγωγής σαπουνιών


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  insaponata insaponatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

insania (θηλ.ουσ)
insanire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
insano (επίθ.)
insaponare (ρ. μτβ.)
insaponata (θηλ.ουσ)
insaponatrice (θηλ.ουσ)
insaponatura (θηλ.ουσ)
insaponificabile (επίθ.)
insapore (επίθ.)
insaporire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
insaporirsi (ρ.μ. (αντων.))
insaporo (επίθ.)
insaputa (θηλ.ουσ)
insaturabile (επίθ.)
insaturo (επίθ.)
insaziabile (επίθ.)
insaziabilità (θηλ.ουσ)
insaziato (επίθ.)
inscatolamento (ουσ αρσ )
inscatolare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---