Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


insaziabilità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [insattsjabiliˈta]

1 ιδιότητα του ακόρεστου
2 απληστία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  insaziabile insaziato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

insaporo (επίθ.)
insaputa (θηλ.ουσ)
insaturabile (επίθ.)
insaturo (επίθ.)
insaziabile (επίθ.)
insaziabilità (θηλ.ουσ)
insaziato (επίθ.)
inscatolamento (ουσ αρσ )
inscatolare (ρ. μτβ.)
inscatolatrice (θηλ.ουσ)
inscenare (ρ. μτβ.)
insciente (επίθ.)
inscienza (θηλ.ουσ)
inscindibile (επίθ.)
inscindibilità (θηλ.ουσ)
inscrittibile (επίθ.)
inscritto (επίθ.)
inscrivere (ρ. μτβ.)
inscrizione (θηλ.ουσ)
inscrutabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---