Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inscenàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [inʃeˈnare]

1 ανεβάζω έργο (θεατρικό)
2 σκηνοθετώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inscatolatrice insciente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

insaziabilità (θηλ.ουσ)
insaziato (επίθ.)
inscatolamento (ουσ αρσ )
inscatolare (ρ. μτβ.)
inscatolatrice (θηλ.ουσ)
inscenare (ρ. μτβ.)
insciente (επίθ.)
inscienza (θηλ.ουσ)
inscindibile (επίθ.)
inscindibilità (θηλ.ουσ)
inscrittibile (επίθ.)
inscritto (επίθ.)
inscrivere (ρ. μτβ.)
inscrizione (θηλ.ουσ)
inscrutabile (επίθ.)
inscrutabilità (θηλ.ουσ)
inscurire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
inscusabile (επίθ.)
insecchire (ρ.αμτβ.)
insecchire (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---