Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inscurìre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [inskuˈrire]

1 σκοτεινιάζω
2 σκουραίνω
3 σκιάζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inscrutabilità inscusabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inscritto (επίθ.)
inscrivere (ρ. μτβ.)
inscrizione (θηλ.ουσ)
inscrutabile (επίθ.)
inscrutabilità (θηλ.ουσ)
inscurire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
inscusabile (επίθ.)
insecchire (ρ.αμτβ.)
insecchire (ρ. μτβ.)
insediamento (ουσ αρσ )
insediare (ρ. μτβ.)
insediarsi (ρ.μ. (αντων.))
insegna (θηλ.ουσ)
insegnabile (επίθ.)
insegnamento (ουσ αρσ )
insegnante (ουσ αρσ και θηλ.)
insegnante (επίθ.)
insegnare (ρ. μτβ.)
inseguimento (ουσ αρσ )
inseguire (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---