Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinsegnànte
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [inseɲˈɲante] 1 (maestro) ο δάσκαλος, η δασκάλα 2 (professore) ο καθηγητής, η καθηγήτρια insegnànte επίθετο Προσφορά I.P.A.: [inseɲˈɲante] 1 διδακτικός 2 διδασκαλικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |