Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


insellàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [inselˈlare]

1 σαγίζω
2 σκεβρώνω
3 σαμαρώνω

insellàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [inselˈlarsi]

1 σκεβρώνω
2 προκαλώ πτώση ή κατάρρευση
3 καβαλώ σαμαρωμένο άλογο
4 κυρτώνομαι
5 πετσικάρω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  insellamento insellatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inseguire (ρ. μτβ.)
inseguitore (ουσ αρσ )
inseguitore (επίθ.)
insellaggio (ουσ αρσ )
insellamento (ουσ αρσ )
insellare (ρ. μτβ.)
insellarsi (ρ. μ. αμτβ.)
insellatura (θηλ.ουσ)
inselvatichire (ρ.αμτβ.)
inselvatichire (ρ. μτβ.)
inselvatichirsi (ρ.μ. (αντων.))
inseminare (ρ. μτβ.)
inseminazione (θηλ.ουσ)
insenatura (θηλ.ουσ)
insensatezza (θηλ.ουσ)
insensato (ουσ αρσ )
insensato (επίθ.)
insensibile (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
insensibilità (θηλ.ουσ)
insensibilmente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---