Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inseminàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [insemiˈnare]

γονιμοποιώ (τεχνητά)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inselvatichirsi inseminazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

insellarsi (ρ. μ. αμτβ.)
insellatura (θηλ.ουσ)
inselvatichire (ρ.αμτβ.)
inselvatichire (ρ. μτβ.)
inselvatichirsi (ρ.μ. (αντων.))
inseminare (ρ. μτβ.)
inseminazione (θηλ.ουσ)
insenatura (θηλ.ουσ)
insensatezza (θηλ.ουσ)
insensato (ουσ αρσ )
insensato (επίθ.)
insensibile (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
insensibilità (θηλ.ουσ)
insensibilmente (επίρ.)
inseparabile (αρσ. επίθ και ουσ)
inseparabilità (θηλ.ουσ)
insepolto (επίθ.)
insequestrabile (επίθ.)
insequestrabilità (θηλ.ουσ)
inseribile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---