Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inseparàbile  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [insepaˈrabile]

1 αδιαχώριστος
2 αξεχώριστος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  insensibilmente inseparabilità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

insensato (ουσ αρσ )
insensato (επίθ.)
insensibile (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
insensibilità (θηλ.ουσ)
insensibilmente (επίρ.)
inseparabile (αρσ. επίθ και ουσ)
inseparabilità (θηλ.ουσ)
insepolto (επίθ.)
insequestrabile (επίθ.)
insequestrabilità (θηλ.ουσ)
inseribile (επίθ.)
inserimento (ουσ αρσ )
inserire (ρ. μτβ.)
inserirsi (ρ.μ. (αντων.))
inseritore (αρσ. επίθ και ουσ)
inserto (αρσ. επίθ και ουσ)
inservibile (επίθ.)
inserviente (ουσ αρσ )
inserviente (θηλ.ουσ)
inserzione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---