Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


insèrto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [inˈsɛrto]

1 ντοσιέ
2 ένθετο
3 φάκελος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inseritore inservibile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inseribile (επίθ.)
inserimento (ουσ αρσ )
inserire (ρ. μτβ.)
inserirsi (ρ.μ. (αντων.))
inseritore (αρσ. επίθ και ουσ)
inserto (αρσ. επίθ και ουσ)
inservibile (επίθ.)
inserviente (ουσ αρσ )
inserviente (θηλ.ουσ)
inserzione (θηλ.ουσ)
inserzionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
insettario (ουσ αρσ )
insetticida (επίθ.)
insettifugo (επίθ.)
insettivoro (ουσ αρσ )
insettivoro (επίθ.)
insetto (ουσ αρσ )
insicurezza (θηλ.ουσ)
insicuro (ουσ αρσ )
insicuro (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---