ItalianoGreco


inseriménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [inseriˈmento]

1 σύνδεση (ηλεκτρική)
2 προσάρτηση
3 παρεμβολή
4 χώσιμο στην πρίζα
5 επισύναψη
6 εκτροπή
7 εισαγωγή


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---