Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


insettìvoro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [insetˈtivoro]

εντομοφάγο

insettìvoro  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [insetˈtivoro]

εντομοφάγος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  insettifugo insetto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inserzione (θηλ.ουσ)
inserzionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
insettario (ουσ αρσ )
insetticida (επίθ.)
insettifugo (επίθ.)
insettivoro (ουσ αρσ )
insettivoro (επίθ.)
insetto (ουσ αρσ )
insicurezza (θηλ.ουσ)
insicuro (ουσ αρσ )
insicuro (επίθ.)
insidia (θηλ.ουσ)
insidiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
insidiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
insidioso (επίθ.)
insieme (ουσ αρσ )
insieme (επίρ.)
insiemistica (θηλ.ουσ)
insiemistico (επίθ.)
insigne (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---