Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


insìgne  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inˈsiɲɲe]

1 μεγάλος
2 εξαίσιος
3 περίφημος
4 εξαιρετικά διακεκριμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  insiemistico insignificante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

insidioso (επίθ.)
insieme (ουσ αρσ )
insieme (επίρ.)
insiemistica (θηλ.ουσ)
insiemistico (επίθ.)
insigne (επίθ.)
insignificante (επίθ.)
insignire (ρ. μτβ.)
insilamento (ουσ αρσ )
insilare (ρ. μτβ.)
insilatrice (θηλ.ουσ)
insincerità (θηλ.ουσ)
insincero (επίθ.)
insindacabile (επίθ.)
insindacabilità (θηλ.ουσ)
insino (επίρ.)
insinuante (επίθ.)
insinuare (ρ. μτβ.)
insinuarsi (ρ.μ. (αντων.))
insinuatore (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---