ItalianoGreco


insinuàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [insinuˈare]

εισάγω

insinuarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [insinuˈarsi]

1 περνώ ξυστά
2 στάζω
3 εισχωρώ με επιτηδειότητα
4 προχωρώ απαρατήρητος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---