Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


insinuàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [insinuˈare]

εισάγω

insinuarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [insinuˈarsi]

1 περνώ ξυστά
2 στάζω
3 εισχωρώ με επιτηδειότητα
4 προχωρώ απαρατήρητος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  insinuante insinuatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

insincero (επίθ.)
insindacabile (επίθ.)
insindacabilità (θηλ.ουσ)
insino (επίρ.)
insinuante (επίθ.)
insinuare (ρ. μτβ.)
insinuarsi (ρ.μ. (αντων.))
insinuatore (αρσ. επίθ και ουσ)
insinuazione (θηλ.ουσ)
insipidezza (θηλ.ουσ)
insipidità (θηλ.ουσ)
insipido (επίθ.)
insipienza (θηλ.ουσ)
insistente (επίθ.)
insistenza (θηλ.ουσ)
insistere (ρ.αμτβ.)
insito (επίθ.)
insociabile (επίθ.)
insociale (επίθ.)
insocievole (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---