Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


insipiènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [insiˈpjɛntsa]

1 ασχετοσύνη
2 ανοησία
3 αμάθεια
4 άγνοια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  insipido insistente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

insinuatore (αρσ. επίθ και ουσ)
insinuazione (θηλ.ουσ)
insipidezza (θηλ.ουσ)
insipidità (θηλ.ουσ)
insipido (επίθ.)
insipienza (θηλ.ουσ)
insistente (επίθ.)
insistenza (θηλ.ουσ)
insistere (ρ.αμτβ.)
insito (επίθ.)
insociabile (επίθ.)
insociale (επίθ.)
insocievole (επίθ.)
insocievolezza (θηλ.ουσ)
insoddisfacente (επίθ.)
insoddisfatto (επίθ.)
insoddisfazione (θηλ.ουσ)
insofferente (επίθ.)
insofferenza (θηλ.ουσ)
insoffribile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---