Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


insoffrìbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [insofˈfribile]

1 αβίωτος
2 αβάσταχτος
3 αφόρητος
4 επαχθής
5 δυσκολοβάσταχτος
6 δυσβάστακτος
7 ανυπόφορος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  insofferenza insolazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

insoddisfacente (επίθ.)
insoddisfatto (επίθ.)
insoddisfazione (θηλ.ουσ)
insofferente (επίθ.)
insofferenza (θηλ.ουσ)
insoffribile (επίθ.)
insolazione (θηλ.ουσ)
insolente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
insolentemente (επίρ.)
insolentire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
insolenza (θηλ.ουσ)
insolito (αρσ. επίθ και ουσ)
insolubile (επίθ.)
insolubilità (θηλ.ουσ)
insoluto (επίθ.)
insolvente (επίθ.)
insolvenza (θηλ.ουσ)
insolvibile (επίθ.)
insolvibilità (θηλ.ουσ)
insomma (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---