Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinsolvènte
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [insolˈvɛnte] 1 αναξιόχρεος 2 αναξιόπιστος σε συναλλαγές του 3 ανίκανος να πληρώσει χρέη 4 αφερέγγυος 5 χρεοκοπημένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |