Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


insolvènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [insolˈvɛnte]

1 αναξιόχρεος
2 αναξιόπιστος σε συναλλαγές του
3 ανίκανος να πληρώσει χρέη
4 αφερέγγυος
5 χρεοκοπημένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  insoluto insolvenza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

insolenza (θηλ.ουσ)
insolito (αρσ. επίθ και ουσ)
insolubile (επίθ.)
insolubilità (θηλ.ουσ)
insoluto (επίθ.)
insolvente (επίθ.)
insolvenza (θηλ.ουσ)
insolvibile (επίθ.)
insolvibilità (θηλ.ουσ)
insomma (επίρ.)
insommergibile (επίθ.)
insondabile (επίθ.)
insonne (επίθ.)
insonnia (θηλ.ουσ)
insonnolito (επίθ.)
insonorizzare (ρ. μτβ.)
insonorizzazione (θηλ.ουσ)
insopportabile (επίθ.)
insopportabilità (θηλ.ουσ)
insopportabilmente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---