Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinsolùto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [insoˈluto] 1 αδιακανόνιστος 2 άλυτος 3 αδιευθέτητος 4 απλήρωτος 5 άλιωτος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |