Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


insolvènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [insolˈvɛntsa]

Αφερεγγυότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  insolvente insolvibile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

insolito (αρσ. επίθ και ουσ)
insolubile (επίθ.)
insolubilità (θηλ.ουσ)
insoluto (επίθ.)
insolvente (επίθ.)
insolvenza (θηλ.ουσ)
insolvibile (επίθ.)
insolvibilità (θηλ.ουσ)
insomma (επίρ.)
insommergibile (επίθ.)
insondabile (επίθ.)
insonne (επίθ.)
insonnia (θηλ.ουσ)
insonnolito (επίθ.)
insonorizzare (ρ. μτβ.)
insonorizzazione (θηλ.ουσ)
insopportabile (επίθ.)
insopportabilità (θηλ.ουσ)
insopportabilmente (επίρ.)
insopprimibile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---