Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


insopportàbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [insopporˈtabile]

ανυπόφορος (-α, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  insonorizzazione insopportabilità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

insonne (επίθ.)
insonnia (θηλ.ουσ)
insonnolito (επίθ.)
insonorizzare (ρ. μτβ.)
insonorizzazione (θηλ.ουσ)
insopportabile (επίθ.)
insopportabilità (θηλ.ουσ)
insopportabilmente (επίρ.)
insopprimibile (επίθ.)
insordire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
insorgente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
insorgenza (θηλ.ουσ)
insorgere (ρ.αμτβ.)
insormontabile (επίθ.)
insorto (ουσ αρσ )
insorto (επίθ.)
insospettabile (επίθ.)
insospettato (επίθ.)
insospettire (ρ.αμτβ.)
insospettire (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---