Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


insórgere  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [inˈsorʤere]

1 αναφύομαι
2 εμφανίζομαι ξαφνικά
3 εκδηλώνομαι
4 ξεφυτρώνω
5 διαμαρτύρομαι
6 προβάλλω
7 ανατέλλω
8 αποστατώ
9 επαναστατώ
10 ξεσηκώνομαι
11 εξεγείρομαι
12 αναφαίνομαι
13 φανερώνομαι
14 στασιάζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  insorgenza insormontabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

insopportabilmente (επίρ.)
insopprimibile (επίθ.)
insordire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
insorgente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
insorgenza (θηλ.ουσ)
insorgere (ρ.αμτβ.)
insormontabile (επίθ.)
insorto (ουσ αρσ )
insorto (επίθ.)
insospettabile (επίθ.)
insospettato (επίθ.)
insospettire (ρ.αμτβ.)
insospettire (ρ. μτβ.)
insospettirsi (ρ.μ. (αντων.))
insostenibile (επίθ.)
insostenibilità (θηλ.ουσ)
insostituibile (επίθ.)
insostituibilità (θηλ.ουσ)
insozzare (ρ. μτβ.)
insozzarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---