Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


insórto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [inˈsorto]

1 επαναστάτης
2 στασιαστής

insórto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inˈsorto]

1 ριζοσπαστικός
2 στασιαστικός
3 επαναστατικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  insormontabile insospettabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

insordire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
insorgente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
insorgenza (θηλ.ουσ)
insorgere (ρ.αμτβ.)
insormontabile (επίθ.)
insorto (ουσ αρσ )
insorto (επίθ.)
insospettabile (επίθ.)
insospettato (επίθ.)
insospettire (ρ.αμτβ.)
insospettire (ρ. μτβ.)
insospettirsi (ρ.μ. (αντων.))
insostenibile (επίθ.)
insostenibilità (θηλ.ουσ)
insostituibile (επίθ.)
insostituibilità (θηλ.ουσ)
insozzare (ρ. μτβ.)
insozzarsi (ρ.μ. (αντων.))
insperabile (επίθ.)
insperato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---