Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


insospettìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [insospetˈtire]

1 υποπτεύομαι
2 υποψιάζομαι

insospettìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [insospetˈtire]

βάζω σε υποψία

insospettirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [insospetˈtirsi]

υποπτεύομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  insospettato insostenibile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

insormontabile (επίθ.)
insorto (ουσ αρσ )
insorto (επίθ.)
insospettabile (επίθ.)
insospettato (επίθ.)
insospettire (ρ.αμτβ.)
insospettire (ρ. μτβ.)
insospettirsi (ρ.μ. (αντων.))
insostenibile (επίθ.)
insostenibilità (θηλ.ουσ)
insostituibile (επίθ.)
insostituibilità (θηλ.ουσ)
insozzare (ρ. μτβ.)
insozzarsi (ρ.μ. (αντων.))
insperabile (επίθ.)
insperato (επίθ.)
inspessire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
inspiegabile (επίθ.)
inspiegato (επίθ.)
inspirare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---