Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inspiegàbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inspjeˈgabile]

1 ακατανόητος
2 ανεξήγητος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inspessire inspiegato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

insozzare (ρ. μτβ.)
insozzarsi (ρ.μ. (αντων.))
insperabile (επίθ.)
insperato (επίθ.)
inspessire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
inspiegabile (επίθ.)
inspiegato (επίθ.)
inspirare (ρ. μτβ.)
inspiratore (επίθ.)
inspiratorio (επίθ.)
inspirazione (θηλ.ουσ)
instabile (επίθ.)
instabilità (θηλ.ουσ)
installare (ρ. μτβ.)
installarsi (ρ.μ. (αντων.))
installatore (ουσ αρσ )
installazione (θηλ.ουσ)
instancabile (επίθ.)
instancabilità (θηλ.ουσ)
instare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---