Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inspirazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [inspiratˈtsjone]

1 έμπνευση
2 εισπνοή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inspiratorio instabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inspiegabile (επίθ.)
inspiegato (επίθ.)
inspirare (ρ. μτβ.)
inspiratore (επίθ.)
inspiratorio (επίθ.)
inspirazione (θηλ.ουσ)
instabile (επίθ.)
instabilità (θηλ.ουσ)
installare (ρ. μτβ.)
installarsi (ρ.μ. (αντων.))
installatore (ουσ αρσ )
installazione (θηλ.ουσ)
instancabile (επίθ.)
instancabilità (θηλ.ουσ)
instare (ρ.αμτβ.)
instaurare (ρ. μτβ.)
instaurarsi (ρ.μ. (αντων.))
instauratore (ουσ αρσ )
instaurazione (θηλ.ουσ)
insterilire (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---