Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


instauràre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [instawˈrare]

1 ιδρύω
2 εγκαθιστώ
3 στήνω

instaurarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [instawˈrarsi]

1 ξεκινώ
2 αρχίζω
3 εγκαθίσταμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  instare instauratore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

installatore (ουσ αρσ )
installazione (θηλ.ουσ)
instancabile (επίθ.)
instancabilità (θηλ.ουσ)
instare (ρ.αμτβ.)
instaurare (ρ. μτβ.)
instaurarsi (ρ.μ. (αντων.))
instauratore (ουσ αρσ )
instaurazione (θηλ.ουσ)
insterilire (ρ. μτβ.)
instillare (ρ. μτβ.)
instillazione (θηλ.ουσ)
institore (ουσ αρσ )
institorio (επίθ.)
instituire (ρ. μτβ.)
instradamento (ουσ αρσ )
instradare (ρ. μτβ.)
instradarsi (ρ.μ. (αντων.))
insù (επίθ.)
insubordinatezza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---