Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinstallatóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [installaˈtore] 1 μονταδόρος 2 προσαρμοστής 3 εργολάβος 4 εγκαταστάτης 5 τεχνικός εγκαταστάσεων 6 πρόγραμμα εγκατάστασης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |