Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


installatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [installaˈtore]

1 μονταδόρος
2 προσαρμοστής
3 εργολάβος
4 εγκαταστάτης
5 τεχνικός εγκαταστάσεων
6 πρόγραμμα εγκατάστασης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  installarsi installazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inspirazione (θηλ.ουσ)
instabile (επίθ.)
instabilità (θηλ.ουσ)
installare (ρ. μτβ.)
installarsi (ρ.μ. (αντων.))
installatore (ουσ αρσ )
installazione (θηλ.ουσ)
instancabile (επίθ.)
instancabilità (θηλ.ουσ)
instare (ρ.αμτβ.)
instaurare (ρ. μτβ.)
instaurarsi (ρ.μ. (αντων.))
instauratore (ουσ αρσ )
instaurazione (θηλ.ουσ)
insterilire (ρ. μτβ.)
instillare (ρ. μτβ.)
instillazione (θηλ.ουσ)
institore (ουσ αρσ )
institorio (επίθ.)
instituire (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---