Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


instàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [insˈtare]

1 επικρέμαμαι
2 επιμένω
3 επίκειμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  instancabilità instaurare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

installarsi (ρ.μ. (αντων.))
installatore (ουσ αρσ )
installazione (θηλ.ουσ)
instancabile (επίθ.)
instancabilità (θηλ.ουσ)
instare (ρ.αμτβ.)
instaurare (ρ. μτβ.)
instaurarsi (ρ.μ. (αντων.))
instauratore (ουσ αρσ )
instaurazione (θηλ.ουσ)
insterilire (ρ. μτβ.)
instillare (ρ. μτβ.)
instillazione (θηλ.ουσ)
institore (ουσ αρσ )
institorio (επίθ.)
instituire (ρ. μτβ.)
instradamento (ουσ αρσ )
instradare (ρ. μτβ.)
instradarsi (ρ.μ. (αντων.))
insù (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---