Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


instillazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [instillatˈtsjone]

Ενστάλαξη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  instillare institore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

instaurarsi (ρ.μ. (αντων.))
instauratore (ουσ αρσ )
instaurazione (θηλ.ουσ)
insterilire (ρ. μτβ.)
instillare (ρ. μτβ.)
instillazione (θηλ.ουσ)
institore (ουσ αρσ )
institorio (επίθ.)
instituire (ρ. μτβ.)
instradamento (ουσ αρσ )
instradare (ρ. μτβ.)
instradarsi (ρ.μ. (αντων.))
insù (επίθ.)
insubordinatezza (θηλ.ουσ)
insubordinato (επίθ.)
insubordinazione (θηλ.ουσ)
insuccesso (ουσ αρσ )
insudiciare (ρ. μτβ.)
insudiciarsi (ρ.μ. (αντων.))
insufficiente (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---