Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinsubordinazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [insubordinatˈtsjone] 1 απειθαρχία 2 ανυποταξία 3 ανυπακοή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |