Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


insudiciàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [insudiˈʧare]

1 βρωμίζω
2 λερώνω

insudiciarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [insudiˈʧarsi]

1 βρωμίζομαι
2 λερώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  insuccesso insufficiente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

insù (επίθ.)
insubordinatezza (θηλ.ουσ)
insubordinato (επίθ.)
insubordinazione (θηλ.ουσ)
insuccesso (ουσ αρσ )
insudiciare (ρ. μτβ.)
insudiciarsi (ρ.μ. (αντων.))
insufficiente (επίθ.)
insufficienza (θηλ.ουσ)
insufflare (ρ. μτβ.)
insufflatore (ουσ αρσ )
insufflazione (θηλ.ουσ)
insulare (ουσ αρσ και θηλ.)
insulare (επίθ.)
insularità (θηλ.ουσ)
insulina (θηλ.ουσ)
insulinico (επίθ.)
insulinismo (ουσ αρσ )
insulinoterapia (θηλ.ουσ)
insulsaggine (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---