Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


insulinìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [insuliˈnizmo]

Ινσουλινισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  insulinico insulinoterapia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

insulare (ουσ αρσ και θηλ.)
insulare (επίθ.)
insularità (θηλ.ουσ)
insulina (θηλ.ουσ)
insulinico (επίθ.)
insulinismo (ουσ αρσ )
insulinoterapia (θηλ.ουσ)
insulsaggine (θηλ.ουσ)
insulso (επίθ.)
insultante (επίθ.)
insultare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
insultatore (ουσ αρσ )
insultatore (επίθ.)
insulto (ουσ αρσ )
insuperabile (επίθ.)
insuperabilità (θηλ.ουσ)
insuperato (επίθ.)
insuperbire (ρ.αμτβ.)
insuperbire (ρ. μτβ.)
insuperbirsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---