Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


insuperbìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [insuperˈbire]

1 κομπάζω
2 υπερηφανεύομαι

insuperbìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [insuperˈbire]

κάνω υπερήφανο

insuperbirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [insuperˈbirsi]

1 υπερηφανεύομαι
2 κομπάζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  insuperato insurrezionale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

insultatore (επίθ.)
insulto (ουσ αρσ )
insuperabile (επίθ.)
insuperabilità (θηλ.ουσ)
insuperato (επίθ.)
insuperbire (ρ.αμτβ.)
insuperbire (ρ. μτβ.)
insuperbirsi (ρ.μ. (αντων.))
insurrezionale (επίθ.)
insurrezione (θηλ.ουσ)
insuscettibile (επίθ.)
insussistente (επίθ.)
insussistenza (θηλ.ουσ)
intabaccare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
intabarrare (ρ. μτβ.)
intabarrarsi (ρ. μ. αμτβ.)
intaccabile (επίθ.)
intaccare (ρ.αμτβ.)
intaccare (ρ. μτβ.)
intaccatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---