Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


intabarràre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [intabarˈrare]

τυλίγω σε παλτό

intabarràrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [intabarˈrarsi]

τυλίγομαι σε παλτό


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  intabaccare intaccabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

insurrezione (θηλ.ουσ)
insuscettibile (επίθ.)
insussistente (επίθ.)
insussistenza (θηλ.ουσ)
intabaccare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
intabarrare (ρ. μτβ.)
intabarrarsi (ρ. μ. αμτβ.)
intaccabile (επίθ.)
intaccare (ρ.αμτβ.)
intaccare (ρ. μτβ.)
intaccatura (θηλ.ουσ)
intacco (ουσ αρσ )
intagliare (ρ. μτβ.)
intagliatore (ουσ αρσ )
intaglio (ουσ αρσ )
intanarsi (ρ. μ. αμτβ.)
intangibile (επίθ.)
intangibilità (θηλ.ουσ)
intanto (επίρ.)
intarlare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---