Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


intabaccàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [intabakˈkare]

λερώνω με καπνό


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  insussistenza intabarrare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

insurrezionale (επίθ.)
insurrezione (θηλ.ουσ)
insuscettibile (επίθ.)
insussistente (επίθ.)
insussistenza (θηλ.ουσ)
intabaccare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
intabarrare (ρ. μτβ.)
intabarrarsi (ρ. μ. αμτβ.)
intaccabile (επίθ.)
intaccare (ρ.αμτβ.)
intaccare (ρ. μτβ.)
intaccatura (θηλ.ουσ)
intacco (ουσ αρσ )
intagliare (ρ. μτβ.)
intagliatore (ουσ αρσ )
intaglio (ουσ αρσ )
intanarsi (ρ. μ. αμτβ.)
intangibile (επίθ.)
intangibilità (θηλ.ουσ)
intanto (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---