Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόintagliatóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [intaʎʎaˈtore] 1 αυτός που κάνει τομή 2 λαξευτής 3 χαράκτης 4 χαλκογράφος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |