intaccàre
ρήμα αμετάβατο
Προσφορά I.P.A.: [intakˈkare]
1 ψελλίζω
2 τραυλίζω
3 ρωτακίζω
4 βατταρίζω
5 ψευδίζω
6 τσεβδίζω
intaccàre
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [intakˈkare]
1 εγχαράσσω
2 κάνω κάτι λιγότερο κοφτερό
3 προσβάλλω
4 ροκανίζω
5 πληγώνω
6 αμβλύνω
7 κόβω ή τρυπώ με εργαλείο
8 καταστρέφω βαθμηδόν
9 κάνω εντομή
10 στομώνω
11 τραυματίζω
12 τρώω (για διάβρωση)
13 κατατρώγω
14 βλάπτω
15 διαβρώνω
16 φθείρω
17 χαράζω εγκοπή
18 διαβιβρώσκω
ρήμα αμετάβατο
Προσφορά I.P.A.: [intakˈkare]
1 ψελλίζω
2 τραυλίζω
3 ρωτακίζω
4 βατταρίζω
5 ψευδίζω
6 τσεβδίζω
intaccàre
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [intakˈkare]
1 εγχαράσσω
2 κάνω κάτι λιγότερο κοφτερό
3 προσβάλλω
4 ροκανίζω
5 πληγώνω
6 αμβλύνω
7 κόβω ή τρυπώ με εργαλείο
8 καταστρέφω βαθμηδόν
9 κάνω εντομή
10 στομώνω
11 τραυματίζω
12 τρώω (για διάβρωση)
13 κατατρώγω
14 βλάπτω
15 διαβρώνω
16 φθείρω
17 χαράζω εγκοπή
18 διαβιβρώσκω
permalink
intaccare (ρ.αμτβ.)
intaccare (ρ. μτβ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android