Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόintaccatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [intakkaˈtura] 1 εγκοπή 2 κόψιμο 3 τσάκισμα άκρης 4 οδόντωση 5 δαντέλωση 6 κοψιά 7 οδόντωμα 8 εντομή 9 χάραγμα 10 εγχάραξη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |