Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


intarlatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [intarlaˈtura]

τρύπα από σκουληκοφάγωμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  intarlarsi intarmare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

intangibile (επίθ.)
intangibilità (θηλ.ουσ)
intanto (επίρ.)
intarlare (ρ.αμτβ.)
intarlarsi (ρ.μ. (αντων.))
intarlatura (θηλ.ουσ)
intarmare (ρ.αμτβ.)
intarmarsi (ρ.μ. (αντων.))
intarsiare (ρ. μτβ.)
intarsiato (επίθ.)
intarsiatore (ουσ αρσ )
intarsiatura (θηλ.ουσ)
intarsio (ουσ αρσ )
intasamento (ουσ αρσ )
intasare (ρ. μτβ.)
intasarsi (ρ. μ. αμτβ.)
intasatura (θηλ.ουσ)
intascare (ρ. μτβ.)
intatto (επίθ.)
intavolare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---