Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόintasatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [intasaˈtura], [intazaˈtura] 1 απόφραξη 2 φράξιμο 3 κλείσιμο 4 πράξη εμπόδισης 5 έμφραξη 6 ακινητοποίηση 7 μπούκωμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |