Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


intasaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [intasaˈmento], [intazaˈmento]

1 έμφραξη
2 μπούκωμα
3 απόφραξη
4 κλείσιμο
5 ακινητοποίηση
6 φράξιμο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  intarsio intasare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

intarsiare (ρ. μτβ.)
intarsiato (επίθ.)
intarsiatore (ουσ αρσ )
intarsiatura (θηλ.ουσ)
intarsio (ουσ αρσ )
intasamento (ουσ αρσ )
intasare (ρ. μτβ.)
intasarsi (ρ. μ. αμτβ.)
intasatura (θηλ.ουσ)
intascare (ρ. μτβ.)
intatto (επίθ.)
intavolare (ρ. μτβ.)
intavolato (ουσ αρσ )
intavolatura (θηλ.ουσ)
intavolazione (θηλ.ουσ)
intedescare (ρ. μτβ.)
intedescarsi (ρ.μ. (αντων.))
integerrimo (επίθ.)
integrabile (επίθ.)
integrabilità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---