Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


intarsiàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [intarˈsjato]

1 κατασκευασμένος από ψηφίδες
2 ψηφιδωτός
3 μωσαὶκός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  intarsiare intarsiatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

intarlarsi (ρ.μ. (αντων.))
intarlatura (θηλ.ουσ)
intarmare (ρ.αμτβ.)
intarmarsi (ρ.μ. (αντων.))
intarsiare (ρ. μτβ.)
intarsiato (επίθ.)
intarsiatore (ουσ αρσ )
intarsiatura (θηλ.ουσ)
intarsio (ουσ αρσ )
intasamento (ουσ αρσ )
intasare (ρ. μτβ.)
intasarsi (ρ. μ. αμτβ.)
intasatura (θηλ.ουσ)
intascare (ρ. μτβ.)
intatto (επίθ.)
intavolare (ρ. μτβ.)
intavolato (ουσ αρσ )
intavolatura (θηλ.ουσ)
intavolazione (θηλ.ουσ)
intedescare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---