Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


intavolàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [intavoˈlato]

1 σανίδωμα
2 ποσότητα μαδεριών


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  intavolare intavolatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

intasarsi (ρ. μ. αμτβ.)
intasatura (θηλ.ουσ)
intascare (ρ. μτβ.)
intatto (επίθ.)
intavolare (ρ. μτβ.)
intavolato (ουσ αρσ )
intavolatura (θηλ.ουσ)
intavolazione (θηλ.ουσ)
intedescare (ρ. μτβ.)
intedescarsi (ρ.μ. (αντων.))
integerrimo (επίθ.)
integrabile (επίθ.)
integrabilità (θηλ.ουσ)
integrale (ουσ αρσ )
integrale (επίθ.)
integralismo (ουσ αρσ )
integralmente (επίρ.)
integrante (επίθ.)
integrare (ρ. μτβ.)
integrarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---