Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


integràle  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [inteˈgrale]

Ολοκλήρωμα

integràle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inteˈgrale]

1 ολόκληρος
2 (edizione) χωρίς περικοπές
3 (abbronzatura) ομοιόμορφος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  integrabilità integralismo  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


pane [αρσ.] integrale = το ψωμί ολικής αλέσεως


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

intedescare (ρ. μτβ.)
intedescarsi (ρ.μ. (αντων.))
integerrimo (επίθ.)
integrabile (επίθ.)
integrabilità (θηλ.ουσ)
integrale (ουσ αρσ )
integrale (επίθ.)
integralismo (ουσ αρσ )
integralmente (επίρ.)
integrante (επίθ.)
integrare (ρ. μτβ.)
integrarsi (ρ.μ. (αντων.))
integrativo (επίθ.)
integrato (επίθ.)
integratore (ουσ αρσ )
integratore (επίθ.)
integrazione (θηλ.ουσ)
integrazionismo (ουσ αρσ )
integrazionista (ουσ αρσ και θηλ.)
integrazionista (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---