Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


integratìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [integraˈtivo]

Ολοκληρωτικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  integrarsi integrato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

integralismo (ουσ αρσ )
integralmente (επίρ.)
integrante (επίθ.)
integrare (ρ. μτβ.)
integrarsi (ρ.μ. (αντων.))
integrativo (επίθ.)
integrato (επίθ.)
integratore (ουσ αρσ )
integratore (επίθ.)
integrazione (θηλ.ουσ)
integrazionismo (ουσ αρσ )
integrazionista (ουσ αρσ και θηλ.)
integrazionista (επίθ.)
integrazionistico (επίθ.)
integrità (θηλ.ουσ)
integro (επίθ.)
integumento (ουσ αρσ )
intelaiare (ρ. μτβ.)
intelaiatura (θηλ.ουσ)
intelare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---