Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


intelaiatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [intelajaˈtura]

1 πλαίσιο
2 στημόνιασμα
3 σκελετός
4 ατσάλινο πλαίσιο γέφυρας
5 πλαισίωση
6 δομή
7 πλαίσιο εργασίας
8 κατασκεύασμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  intelaiare intelare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

integrazionistico (επίθ.)
integrità (θηλ.ουσ)
integro (επίθ.)
integumento (ουσ αρσ )
intelaiare (ρ. μτβ.)
intelaiatura (θηλ.ουσ)
intelare (ρ. μτβ.)
intellettivo (επίθ.)
intelletto (ουσ αρσ )
intellettuale (ουσ αρσ και θηλ.)
intellettuale (επίθ.)
intellettualismo (ουσ αρσ )
intellettualista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
intellettualistico (επίθ.)
intellettualità (θηλ.ουσ)
intellettualizzare (ρ. μτβ.)
intellettualoide (ουσ αρσ και θηλ.)
intellettualoide (επίθ.)
intellezione (θηλ.ουσ)
intelligente (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---