Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


intellettualìsta  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [intellettuaˈlista]

οπαδός της νοησιαρχίας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  intellettualismo intellettualistico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

intellettivo (επίθ.)
intelletto (ουσ αρσ )
intellettuale (ουσ αρσ και θηλ.)
intellettuale (επίθ.)
intellettualismo (ουσ αρσ )
intellettualista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
intellettualistico (επίθ.)
intellettualità (θηλ.ουσ)
intellettualizzare (ρ. μτβ.)
intellettualoide (ουσ αρσ και θηλ.)
intellettualoide (επίθ.)
intellezione (θηλ.ουσ)
intelligente (επίθ.)
intelligenza (θηλ.ουσ)
intellighenzia (θηλ.ουσ)
intelligibile (αρσ. επίθ και ουσ)
intelligibilità (θηλ.ουσ)
intemerata (θηλ.ουσ)
intemerato (επίθ.)
intemperante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---