Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


intellettìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [intelletˈtivo]

1 νοητικός
2 πνευματικός
3 διανοητικός
4 εγκεφαλικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  intelare intelletto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

integro (επίθ.)
integumento (ουσ αρσ )
intelaiare (ρ. μτβ.)
intelaiatura (θηλ.ουσ)
intelare (ρ. μτβ.)
intellettivo (επίθ.)
intelletto (ουσ αρσ )
intellettuale (ουσ αρσ και θηλ.)
intellettuale (επίθ.)
intellettualismo (ουσ αρσ )
intellettualista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
intellettualistico (επίθ.)
intellettualità (θηλ.ουσ)
intellettualizzare (ρ. μτβ.)
intellettualoide (ουσ αρσ και θηλ.)
intellettualoide (επίθ.)
intellezione (θηλ.ουσ)
intelligente (επίθ.)
intelligenza (θηλ.ουσ)
intellighenzia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---