Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόintellighènzia
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [intelliˈgɛntsja] 1 ιντελιγκέντσια 2 λογιοσύνη 3 διανοούμενοι 4 ελίτ διανοουμένων 5 ελιτισμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |