Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


intendènte  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [intenˈdɛnte]

1 διοικητικός αξιωματούχος
2 επιτηρητής
3 επιβλέπων ή διευθύνων
4 φροντιστής
5 έφορος
6 σιτιστής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  intempestivo intendenza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

intemperante (επίθ.)
intemperanza (θηλ.ουσ)
intemperie (θηλ.ουσ)
intempestività (θηλ.ουσ)
intempestivo (επίθ.)
intendente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
intendenza (θηλ.ουσ)
intendere (ρ. μτβ.)
intendersi (ρ.μ. (αντων.))
intendimento (ουσ αρσ )
intenditore (ουσ αρσ )
intenerimento (ουσ αρσ )
intenerire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
intenerirsi (ρ.μ. (αντων.))
inteneritore (ουσ αρσ )
intensificare (ρ. μτβ.)
intensificarsi (ρ.μ. (αντων.))
intensificazione (θηλ.ουσ)
intensità (θηλ.ουσ)
intensivamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---