Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόintensificàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [intensifiˈkare] 1 κάνω κάτι πιο συχνά 2 δυναμώνω 3 εντείνω 4 επιτείνω intensificarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [intensifiˈkarsi] 1 εντείνομαι 2 επιτείνομαι 3 γίνομαι πιο συχνός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |